-
1 небрежность
небрежность ж η αμέλεια* η αφροντισιά· η ολιγωρία (халатность); по \небрежностьи από αμέλεια* * *жη αμέλεια; η αφροντισιά; η ολιγωρία ( халатность)по небре́жности — από αμέλεια
-
2 нерадение
-я ουδ.παλ. αμέλεια, απροθυμία, ραθυμία, αδιαφορία, ολιγωρία•уволить со службы за нерадение απολύω από την υπηρεσία για ολιγωρία.
-
3 нерадивость
неради́в||остьж ἡ ἀμέλεια, ἡ ὁλιγωρία, ἡ ἀπροθυμία, ἡ ἀδιαφορία. -
4 небрежность
-и θ.1. ολιγωρία, αμέλεια, αδιαφορία χαλαρότητα. || αφροντισιά, αμερημνησία, ραθυμία. || τσαπατσουλιά, ατασθαλία.2. εγκατάλειψη, παράτημα. -
5 Contempt
subs.P. καταφρόνησις, ἡ, ὀλιγωρία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ.Contemptuousness, pride: P. and V. φρόνημα, τό, ὄγκος, ὁ, ὕβρις, ἡ, V. φρόνησις, ἡ, χλιδή, ἡ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contempt
-
6 Disdain
v. trans.P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.), ὑπερφρονεῖν (acc. or gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), ὑπερορᾶν (acc. or gen.), Ar. and V. ἀποπτύειν (acc.).V. intrans. With infin., P. and V. οὐκ ἀξιοῦν (infin.), οὐ δικαιοῦν.——————subs.Contempt: P. καταφρόνησις, ἡ, ὀλιγωρία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ.Disdainfulness: P. and V. φρόνημα, τό, ὄγκος, ὁ, ὕβρις, ἡ. V. φρόνησις, ἡ, χλιδή, ἡ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disdain
-
7 Disregard
v. trans.P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι, ἀκηδεῖν (gen.), ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι, ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι, Ar. and V. φαύλως φέρειν.——————subs.P. ἀμέλεια, ἡ, ὀλιγωρία, ἡ, V. ἀμελία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disregard
-
8 Neglect
v. trans.P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen. or absol.). παρέρχεσθαι; see Disregard.Despise: P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.). ὑπερφρονεῖν (acc. or gen.). P. ὀλιγωρεῖν (gen.); see Despise.——————subs.P. ἀμέλεια, ἡ. ὀλιγωρια, ἡ. P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ.Want of practice: P. ἀμελετησία.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Neglect
-
9 Scorn
subs.Pride: P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, V. χλιδή, ἡ, φρόνησις, ἡ.Contempt: P. καταφρόνησις, ἡ, ὀλιγωρία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ.An object of scorn, a disgrace: P. and V. ὄνειδος, τό, V. αἰσχύνη, ἡ.——————v. trans.Despise: P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.), a ὑπερφρονεῖν (acc. or gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), ὑπερορᾶν (acc. or gen.), Ar. and V. ἀποπτύειν.Scorn to do a thing: use P. and V. οὐκ ἀξιοῦν (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scorn
-
10 Slight
subs.Insult: P. and V. ὕβρις, ἡ.Contempt: P. ὀλιγωρία, ἡ.——————v. trans.Despise P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.), ὑπερφρονεῖν (acc. or gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), Ar. and V. ἀποπτύειν.Neglect, disregard: P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι (acc.), ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι (acc.); see Disregard.——————adj.Slender: Ar. and P. λεπτός.Small in stature: P. and V. μικρός, σμικρός, βραχύς.Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slight
-
11 gaflet
απερισκεψία, ολιγωρία
См. также в других словарях:
ὀλιγωρία — ὀλιγωρίᾱ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc/acc dual ὀλιγωρίᾱ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίᾳ — ὀλιγωρίαι , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc pl ὀλιγωρίᾱͅ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… … Dictionary of Greek
ολιγωρία — η αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά: Η ολιγωρία φέρνει πολλές φορές τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλιγωρίας — ὀλιγωρίᾱς , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc pl ὀλιγωρίᾱς , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίαι — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc pl ὀλιγωρίᾱͅ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίαν — ὀλιγωρίᾱν , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίαις — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίη — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίην — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίης — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)